σπάτουλα,
η, ουσ.
[<βενετ. spatola], η σπάτουλα. 1. η κολακεία: «όταν βλέπει πως
υπάρχει περίπτωση να κερδίσει, είναι πρώτος στη σπάτουλα». 2. το ερωτικό
γλείψιμο του γυναικείου αιδοίου, το γλειφομούνι: «η σπάτουλα είναι απ’ τα πιο
αγαπημένα του σπορ». Από παρομοίωση της γλώσσας με τη λεπτή και πλατιά
επιφάνεια της σπάτουλας·
- κάνω
σπάτουλα, βλ. λ. σπατουλάρω·
- πέφτει
σπάτουλα, (ειρωνικά για γυναίκες, ιδίως ηλικιωμένες) που συνηθίζει να
μακιγιάρεται πολύ έντονα: «κάθε φορά που πρόκειται να βγει, πέφτει σπάτουλα,
γιατί έχει την εντύπωση πως κρύβει τα χρόνια της»·
- το
ρίχνω στη σπάτουλα, κολακεύω συστηματικά κάποιον: «όταν γνωρίσει κανέναν
πλούσιο, το ρίχνει στη σπάτουλα, μέχρι να του πάρει τα λεφτά που του
χρειάζονται».